Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



βουνόν, το


Ερμηνεία:

[πλ. τα βουνά, των βουνών] [ύψωμα γής που ξεπερνάει τα 300 μέτρα]



Ετυμολογία:

μέτρα, < Μεσαιων. το βουνόν < (Αρχ.) ο βουνός]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 …, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος,.. …βουνόν του Bαραντά [Ο έρωτας στα χιόνια]. …στα πλάγια των βουνών [Άσπρη σαν το χιόνι] 



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: